Τα τσιμπούρια αποτελούν ένα εκ των πιο ενοχλητικών παρασίτων κατά την προσβολή στους ξενιστές τους.
Αφενός απομυζούν το αίμα του ζώου – ξενιστή προκαλώντας ζητήματα υποβάθμισης της απόδοσης στη παραγωγή κτηνοτροφικών προϊόντων, λόγω της επίδρασης στη σωματική και ψυχική υγεία (αναιμία, δερματίτιδες, αλλεργικές αντιδράσεις, μειωμένη ψυχική διάθεση, κατάθλιψη, απώλεια όρεξης για τροφή κ.α.), και αφετέρου δρουν ως φορείς έτερων παρασίτων και επιβλαβών μικροοργανισμών, μέσω των οποίων μεταδίδουν σοβαρές ασθένειες και περαιτέρω επιπλοκές στην υγεία και ευρωστία των ξενιστών.
Όσον αφορά στον άνθρωπο, η σημαντικότερη ασθένεια που μεταδίδεται μέσω των τσιμπουριών είναι η ασθένεια του Lyme (ή βορρελίωση). Προέρχεται από το βακτήριο Borrelia sp. που μεταδίδεται στο σώμα μετά το δάγκωμα του τσιμπουριού, το οποίο προτιμά τα σημεία που δεν γίνονται άμεσα αντιληπτά όπως πλάτη, μασχάλες, γενετικό άνοιγμα και γενικότερα όπου υφίσταται υγρασία και λεπτό δέρμα.
Στη νόσο Lyme η αρχική ερυθρότητα μετά το δάγκωμα του τσιμπουριού αυξάνεται κι εξαπλώνεται δημιουργώντας έναν σχηματισμό στεφανιού, το οποίο «μεταναστεύει» και σε άλλα σημεία του σώματος (λαιμός, πλάτη, στήθος). Επιπλέον κατά τη μεταφορά του βακτηρίου στο αίμα μέσω του κυκλοφορικού συστήματος προκαλούνται ζητήματα υποβάθμισης υγείας είτε καρδιολογικής είτε νευρολογικής φύσεως καθώς η τοξίνη που εκκρίνουν τα βακτήρια Borrelia κατηγοριοποιείται ως νευροτοξικής δράσης.
Συνεπώς αν δεν υπάρξει άμεση επέμβαση μετά το δάγκωμα τσιμπουριού φέροντος βακτηρίων Borrelia, υφίσταται σοβαρός κίνδυνος επίδρασης της νευροτοξίνης στο νωτιαίο μυελό με συνέπεια την παράλυση του ξενιστή (ανθρώπου ή ζώου).
Δεδομένου ότι το τσιμπούρι χρειάζεται περίπου 2 με 3 ώρες για να διεισδύσει στο δέρμα, αν προβούμε εγκαίρως σε διαδικασία ζεστού μπάνιου τότε απαλλασσόμαστε.
Σε διαφορετική περίπτωση όπου το τσιμπούρι έχει ήδη εισέλθει στο δέρμα δεν πρέπει σε ουδεμία περίπτωση να τραβηχτεί τυχαία ασκώντας δύναμη, καθώς θα αποκοπεί μεν το υπόλοιπο σώμα του τσιμπουριού ωστόσο το γναθόσωμα μαζί με τα στοματικά μόρια θα παραμείνουν εντός δέρματος.
Αν συμβεί αυτό τότε αφενός διατηρείται η πληγή του δαγκώματος, αφετέρου ενδέχεται να ακολουθήσουν δευτερογενείς μολύνσεις από παθογόνους μικροοργανισμούς όπως σταφυλόκοκκο. Σε αυτή την κατάσταση η εφαρμογή κατάλληλης φαρμακευτικής αλοιφής ίσως αποτρέψει τη συγκεκριμένη μόλυνση.
Βασική πρακτική για να αποτραβηχτεί με ορθό τρόπο το τσιμπούρι αποτελεί αρχικά η περιστροφή του σε αναποδογυρισμένη και κατακόρυφη κλίση. Σε αυτή τη περίπτωση η προσθήκη βενζίνης στο σώμα του τσιμπουριού δημιουργεί χαλάρωση, συνεπώς η αποκόλλησή του γίνεται ευκολότερη. Η αφαίρεσή του πρέπει να πραγματοποιηθεί με λαβίδα η οποία τοποθετείται με τις άκρες στη κεφαλή του τσιμπουριού (ή σε ολόκληρο το σώμα εάν το τσιμπούρι είναι μικρόσωμο) και εν συνεχεία να τραβηχτεί ευθεία και κατακόρυφα με απότομο τρόπο ασκώντας υψηλή πίεση μειώνοντας σημαντικά την πιθανότητα να σπάσει και να παραμείνουν εντός δέρματος το γναθόσωμα ή/και τα στοματικά μόρια.
Το κρίσιμο μέρος της ορθής απομάκρυνσης είναι ουσιαστικά η τοποθέτηση του εργαλείου αφαίρεσης γύρω από τα προσκολλημένα στο δέρμα στοματικά μόρια ώστε να επιτευχθεί καλύτερη λαβή, είτε πρόκειται για εργαστηριακή λαβίδα, είτε οποιουδήποτε άλλου αντικειμένου (κλειδί, κουτάλι, νήμα). Ακόμα και η χρήση βελόνας ανάμεσα στα στοματικά μόρια για αρχική ώθηση επιτρέπει εν τέλει μια στιβαρότερη λαβή με τις λαβίδες.
Επίσης είναι σημαντικό να τονιστεί ότι ακόμα και για την παρατήρηση ενός τσιμπουριού να «έρπεται» πάνω στο δέρμα μας πριν τη διείσδυση δεν πρέπει να τιναχτεί αντανακλαστικά με τα χέρια μας καθώς είναι άκρως ανεπιθύμητη η επαφή με τα στοματικά του μόρια. Ως εκ τούτου μπορεί απλά να αφαιρεθεί με τη χρήση λαβίδων ακόμα κι αν δεν έχει επέλθει η διείσδυση στο δέρμα.
Αν η αφαίρεση δεν πραγματοποιηθεί αποτελεσματικά και παραμείνουν τα στοματικά μόρια και το γναθόσωμα ενσωματωμένα εντός δέρματος, δύναται με ιδιαίτερη προσοχή να αφαιρεθεί ολίγο δέρμα με τη χρήση αποστειρωμένης βελόνας ώστε να αναδυθούν και εν τέλει να αποτραβηχτούν. Εν συνεχεία να ακολουθηθεί απολύμανση της περιοχής του τραύματος και να παρακολουθείται περίπου για έναν μήνα, ενώ σε περίπτωση αδιαθεσίας ή ασθένειας θα χρειαστεί περαιτέρω ιατρική περίθαλψη.
Τέλος πρέπει να αποφεύγονται κάποιες λανθασμένες εντούτοις διαδιδόμενες πρακτικές απομάκρυνσης καθώς είτε δεν επιφέρουν αποτέλεσμα, είτε καθίστανται επικίνδυνες.
Συγκεκριμένα η επαφή με κάποιο ψυχρό ή θερμό αντικείμενο στο σώμα του τσιμπουριού δεν πρόκειται να προκαλέσει την απελευθέρωσή του από το δέρμα. Για κανέναν λόγο να μην τρίβεται σπίρτο στο τσιμπούρι με σκοπό την ανάφλεξη και το κάψιμο, καθώς ενδέχεται να προκληθεί έγκαυμα στο δέρμα του ξενιστή. Επίσης δεν πρόκειται να επιφέρει αποτέλεσμα η πεποίθηση πνιγμού του τσιμπουριού επικαλύπτοντάς το εξολοκλήρου με βαζελίνη ή βερνίκι νυχιών, καθώς και το τρίψιμο με αλκοόλ ή με βρεγμένο βαμβάκι.