Οι νυχτερίδες αποτελούν θηλαστικά με τρίχωμα που έχουν την ικανότητα να πετάνε. Ονομάστηκαν Chiroptera («χείρα-πτερό») διότι τα χέρια τους ενώνονται με μεμβράνη. Είναι αποκλειστικά νυκτόβια όντα και το Χειμώνα εισέρχονται σε διαδικασία διάπαυσης. Διαθέτουν αναπτυγμένους κυνόδοντες και κοπτήρες, συνεπώς μπορούν να δαγκώσουν.
Θεωρούνται ωφέλιμες για το περιβάλλον καθώς τρέφονται σχεδόν αποκλειστικά με έντομα, ενώ κάποιες με νέκταρ, φρούτα και όχι με αίμα πλην μιας μεμονωμένης εξαίρεσης ενός είδους (Pteropus vampirus).
Το θηλυκό γεννάει ένα μόνο νεογνό τον χρόνο κατά την Άνοιξη. Κυκλοφορούν πάντα ως ομάδες και ποτέ μεμονωμένα.
Στο φυσικό τους περιβάλλον δεν αφήνουν την σπηλιά όπου καταφεύγουν, ωστόσο διακρίνονται και σε αστικό περιβάλλον, όπου εισέρχονται σε ανθρώπινες κατοικίες κατευθυνόμενες στο ταβάνι και την στέγη από όπου μπορούν να εξέρχονται.
Ανάλογα με το είδος τους, έχουν μέγεθος από μόλις 29χιλ. έως 1,7 μέτρα. Το χειμώνα ζουν σε σπηλιές και το καλοκαίρι σε κοιλώματα δένδρων.
Τα περισσότερα είδη είναι εντομοφάγα, ενώ υπάρχουν μυκητοφάγα και φρουτοφάγα είδη. Η νυχτερίδα βρυκόλακας (Pteropus vampyrus) είναι αιματοφάγος.
Ζουν σε δασώδεις περιοχές, κοντά σε ακτές, λίμνες και αγροτικές περιοχές. Μπορούν να ζήσουν άνω των 2 ετών.
Σε αστικό περιβάλλον μπορούν να δημιουργήσουν προβλήματα. Διαβάστε περισσότερα πατώντας εδώ.
Τα κυριότερα είδη νυχτερίδας στην Ελλάδα είναι:
Tadarida teniotis κοιν. Νυχτονόμος
Συναντάται συχνά στην Μεσόγειο και κατ’ επέκταση στην Ελλάδα. Έχει συνολικό μήκος περίπου 14 cm και ζυγίζει από 28 έως 57 gr. Εμφανισιακά στην όψη του προσώπου μοιάζει με σκύλο, εξού και τα προσωνύμια νυχτερίδα μπουλντόγκ ή mastiff. Την ημέρα διαβιώνει σε χαράδρες, βραχώδη φαράγγια, κάτω από προεξοχές, σε οπές ψηλών κτηρίων, κάτω από πέτρινες γέφυρες ή κεραμίδια. Τρέφεται με έντομα κατά την πτήση της, σπανίως πίνει νερό κι αν το κάνει, πίνει από λακκούβες ή ποτάμια πετώντας χαμηλά ακριβώς πάνω από την επιφάνειά τους. Αναγνωρίζεται εύκολα από τον ήχο που εκκρίνει κατά την πτήση της. Το προσδόκιμό της είναι περίπου 10 έτη και παρόλο που πλήττεται από τη χρήση γεωργικών φαρμάκων και βιοκτόνων σκευασμάτων, δασική αποψίλωση, απώλεια φωλιών σε κάποια κτήρια, και πιθανούς τραυματισμούς από ανεμογεννήτριες, δεν κινδυνεύει ιδιαίτερα η ύπαρξή της σαν είδος.
Vespertilio murinus κοιν. Παρδαλονυχτερίδα
Αρκετά σπάνιο είδος που συναντάται στην εύκρατη ζώνη της Ευρώπης και Ασίας και είναι μεταναστευτικό. Ανήκει σε οικογένεια από είδη πολύ μικρού μεγέθους νυχτερίδων με συνολικό μήκος 4,8 έως 6,4 cm και βάρος 11 έως 24 gr. Χαρακτηρίζεται από τα κάμποσα, ποικίλα και έντονα χρώματα που διαφέρουν σε ράχη (κόκκινο προς καφετί με ασημί προς χιονόλευκο τρίχωμα), κοιλιά (λευκό ή γκρίζο), αυτιά, πτέρωμα, πρόσωπο (μαύρο ή γκρίζο). Το συγκεκριμένο είδος νυχτερίδας θηρεύει για την τροφή του κυρίως με κουνούπια, νυχτοπεταλούδες, ή Trichoptera αναζητώντας τα σε ανοιχτά τοπία είτε πάνω από ρέματα και λίμνες, είτε πάνω από δάση, είτε σε φωτιστικά δρόμων εκκρίνοντας παράλληλα ένα εύρος υπερήχων. Σε συνθήκες ψυχρού καιρού μπορεί να παραμείνει στη τοποθεσία ανάπαυσής του. Διαχειμάζουν μεταξύ του διαστήματος Οκτωβρίου έως Μάρτιο και αντέχουν θερμοκρασίες μέχρι -50C. Το προσδόκιμό του είναι μέχρι 12 έτη.
Nyctalus leisleri κοιν. Νυκτοβάτης
Εντομοφάγο είδος μετρίου μεγέθους (4,8 έως 6,8 cm) και βάρους 11 έως 20 gr. Διαθέτει μαύρο χρωματισμό προσώπου, αυτιών και πτερών και καφέ τριχώματος σώματος αλλά πιο ανοιχτής χροιάς στη βάση σε σχέση με τα άκρα. Επίσης ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αποτελούν οι κάτω μεριές των χεριών όντας τριχωτές, αλλά και τα κοντά αυτιά με στρογγυλή μυτερή εξωτερική προεξοχή (τράγος) σχήματος μανιταριού. Εμφανίζεται συνήθως στην Ευρώπη και κατ’ επέκταση στην Ελλάδα. Εντοπίζεται κυρίως σε περιοχές κωνοφόρων και φυλλοβόλων δασών, ωστόσο έχει προσαρμοστεί και σε πάρκα και αστικές περιοχές φωλιάζοντας συχνά σε κτήρια. Δραστηριοποιείται μετά το σούρουπο τρεφόμενο με ιπτάμενα έντομα όπως σκαθάρια και νυχτοπεταλούδες ή με έντομα που γύρω από φωτιστικά δρόμων και μπορεί να ταξιδέψει μέχρι 10 Km προς αναζήτηση τροφής.
Nyctalus lasiopterus κοιν. Μεγάλος νυκτοβάτης
Είναι ένα σπάνιο είδος σαρκοφάγου νυχτερίδας που εντοπίζεται σε Ευρώπη, Δυτική Ασία και Βόρεια Αφρική. Αποτελεί νυχτερίδα με το μεγαλύτερο μέγεθος στην Ευρώπη (μήκος 14 έως 20 cm και βάρος 41 έως 76 gr) με άνοιγμα πτερών μέχρι 46 cm και ένα από τα ελάχιστα είδη νυχτερίδας που τρέφονται θηρεύοντας διερχόμενα πτηνά κατά τη πτήση των τελευταίων, παρά στις θέσεις κουρνιάσματος. Τα πτερά της είναι ιδιαίτερα προσαρμοσμένα για κυνήγι σε ανοιχτούς χώρους (ντελικάτα και λεπτότερα από των πτηνών) επιτρέποντας τους ακριβείς και γρήγορους ελιγμούς και χρησιμοποιεί τους υπέρηχους για να εντοπίσει τη λεία της σε συχνότητες που δεν ανήκουν στο ακουστό φάσμα των πτηνών. Επιπλέον παρά την αδύναμη όραση ως νυχτερίδα, διαθέτει εξαιρετική ακοή και αίσθηση της οσμής. Ένα ιδιαιτέρως εντυπωσιακό χαρακτηριστικό είναι ότι παρά την ευθραυστότητα των πτερών με συχνή αποκοπή τους, υπάρχει δυνατότητα αναγέννησης. Συναντάται σε χαμηλότερα υψόμετρα για αναζήτηση τροφής αλλά σε υψηλότερα για πτήση. Εμφανισιακά το ραχιαίο τρίχωμα διαθέτει ανομοιόμορφο κοννινωπό προς καφέ χρωματισμό, το ρύγχος της είναι πλατύ με ευκόλως διακρινόμενες τις δύο ρινικές σχισμές και με διευρυμένα και κοντά αυτιά ίδιου σχήματος με της νυχτερίδας νυκτοβάτη (N. Leisleri). Διαβιώνει σε φυλλοβόλα δάση και αναπαύεται πάνω σε δέντρα (κατά προτίμηση αυτά που διαθέτουν κούφιο χώρο, ιδανικό για κούρνιασμα την ημέρα) καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Τέλος σαν είδος κατατάσσεται στα ευάλωτα σύμφωνα με τη κόκκινη λίστα των απειλούμενων του οργανισμού IUCN.
Pipistrellus pipistrellus κοιν. Νανονυχτερίδα
Αποτελεί ένα από τα μικρότερα είδη νυχτερίδων που εξαπλώνεται σε Ευρώπη, Βόρεια Αφρική, Νότια Ασία και ενίοτε Κορέα. Το μέγεθός της έχει μήκος από 3,5 έως 5,2 cm με βάρος από 3,5 έως 8,5 gr και άνοιγμα πτερών από 18 έως 25 cm. Το ρύγχος της είναι κοντό, ενώ διαθέτει καφέ τρίχωμα διαφόρων τόνων. Συναντάται συχνά σε δασικές και αγροτικές περιοχές και ενίοτε σε αστικές όπου τα θηλυκά κουρνιάζουν σε σοφίτες και κτήρια κατά την ανατροφή των νεαρών τους. Διατροφικά είναι εντομοφάγο είδος θηρεύοντας μύγες, έντομα από τις τάξεις Trichoptera, Neuroptera και Ephemeroptera, με ιδιαίτερη προτίμηση σε κουνούπια και σκνίπες.
Miniopterus schreibersii κοιν. Πτερυγονυχτερίδα
Η κοινή νυχτερίδα με λυγισμένα πτερά, γνωστή και ως «μακρυδάχτυλη» νυχτερίδα. Στην Ευρώπη εντοπίζεται στο νοτιότερο ήμισυ τμήμα της ηπείρου με τους μεγαλύτερους πληθυσμούς στη Μεσόγειο. Δημιουργεί αποικίες από λίγες ντουζίνες έως μερικά εκατομμύρια νυχτερίδες με τις περισσότερες να σχηματίζονται εντός σπηλαίων, ερειπίων ή άλλων ανθρωπογενών πεδίων. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι το καμπανοειδές σχήμα των αποικιών όπου το σχηματικό κούφωμα εγκλωβίζει τη σωματική θερμότητα αυξάνοντας συνεπώς τη θερμοκρασία του κουρνιάσματος σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από τα περιβάλλοντα τμήματα του σπηλαίου. Αυτή η μέθοδος εξυπηρετεί επίσης και στην μείωση απώλειας ενέργειας από το ρίγος λόγω ψυχρού καιρού. Επιπλέον η είσοδός από μικρά ανοίγματα προς το κούφωμα παρέχει καλύτερη προστασία από τη θήρευση μεγάλων αρπακτικών κατά τη διάπαυσή τους. Σύμφωνα με τον διεθνή οργανισμό IUCN κατατάσσεται ως ευάλωτο είδος με τις υποψίες αιτιολόγησης μείωσης των πληθυσμών να κάνουν για διατάραξη του φυσικού τους περιβάλλοντος και χρήση γεωργικών φαρμάκων και βιοκτόνων σκευασμάτων.
Barbastella barbastellus κοιν. Μπαρμπαστέλλος
Ευρωπαϊκό είδος με κοντή χαρακτηριστική μύτη που μοιάζει με τη φυλή «Pug» των σκύλων, μικρά μάτια και φαρδιά αυτιά ενωμένα κακά μήκος της κεφαλής μέσω δέρματος και κεκαλυμμένα σε κοκκινοκάστανο τρίχωμα στην πίσω επιφάνεια. Αποτελεί μετρίου μεγέθους νυχτερίδα με συνολικό μήκος από 4 έως 5,5 cm, ανοίγματος πτερών μεταξύ 26 έως 29 cm και σωματικού βάρους μεταξύ 6 έως 13 gr. Κουρνιάζει μέσα σε διχοτομημένους ή στη πίσω πλευρά του χαλαρού φλοιού των κορμών των δέντρων καθ΄ όλο το έτος, τόσο σε ώριμα φυλλοβόλα δάση όσο και σε ρωγμές βράχων και εντός ανθρώπινων κτηρίων. Τον Χειμώνα διαχειμάζουν σε υπόγειες τοποθεσίες κουρνιάσματος όπως σπηλιές, και ανθρώπινες κατασκευές τύπου υπογείων, ορυχείων και αποθηκών πυρομαχικών. Επιπλέον όντας σχετικώς ανθεκτικές σε ψυχρές συνθήκες, εντοπίζονται να διαχειμάζουν σε ψυχρές τοποθεσίες ακόμα και σε εκτεθειμένες στάσεις. Τρέφονται επί το πλείστον τόσο με νυχτοπεταλούδες όσο και με μύγες, ενώ άλλες έρευνες αναφέρουν για λεπιδόπτερα κατά 99%. Δύνανται να ταξιδέψουν μέχρι 20 Km ανά νύχτα προς αναζήτηση τροφής με μεγαλύτερη ικανότητα απόστασης των μη αναπαραγωγικών θηλυκών. Σαν είδος προστατεύεται υπό τις νομοθετικές οδηγίες της Ε.Ε. ως ειδικού επιστημονικού ενδιαφέροντος.