Στη χώρα μας διαβιεί πλήθος ειδών σαυρών, όπως πράσινες, σαμιαμίδια, άποδες, σαύρες κροκοδειλάκια, τοιχογουστέρες, λιακόνια, χαμαιλέοντες κ.ά.
Οι σαύρες της χώρας μας δεν έχουν δηλητήριο και δεν είναι τοξικές. Είναι εντελώς ακίνδυνες για τον άνθρωπο. Μάλιστα ως μέρος της τροφικής αλυσίδας οι σαύρες σιτίζονται με έντομα, ελέγχοντας με αυτό τον τρόπο επιβλαβείς πληθυσμούς παρασίτων τα οποία πολλαπλασιάζονται με έντονο ρυθμό.
Η συμπερίληψή τους σε αυτό τον οδηγό γίνεται για ενημέρωση του κοινού.
Είδη που έχουν εντοπιστεί στην Ελλάδα
Stellagama stellio Οικ. Agamidae
Πρόκειται για μια σαύρα μεγάλου μεγέθους με συνολικό μήκος 30 cm, σχετικά πεπλατυσμένο σώμα, καλοσχηματισμένα πόδια και μακριά ουρά, η οποία είναι σε μήκος περίπου όση και το σώμα. Είναι ημερόβια σαύρα που αρέσκεται να λιάζεται αρκετά και προτιμά πετρώδη και ξερικά ενδιαιτήματα. Δεν αποτελεί καμία απειλή για τον άνθρωπο και τρέπεται προς φυγή σε σχισμές βράχων ή πέτρινων τοίχων μόλις αντιληφθεί την παρουσία του. Σκαρφαλώνει επιδέξια σε βράχους και δέντρα. Τρέφεται κυρίως με ασπόνδυλα αλλά και με μικρές σαύρες και φυτικές τροφές. Ζευγαρώνει 2 φορές τον χρόνο και τα θηλυκά γεννούν από 6-10 αυγά κάθε φορά. Στην Ελλάδα εντοπίζεται συχνά στις Κυκλάδες, νησιά Ανατολικού Αιγαίου, Δωδεκάνησα, Ιόνιο Πέλαγος, αλλά και στη βόρεια Ελλάδα στους νομούς Θεσσαλονίκης και Χαλκιδικής.
Chamaeleo chamaeleon Οικ. Chamaeleonidae κοιν. κοινός ή Μεσογειακός χαμαιλέοντας
Αποτελεί είδος χαμαιλέοντα το οποίο μαζί με τον Αφρικανικό κατατάσσονται ως τα μοναδικά είδη χαμαιλέοντα που εξαπλώνονται γεωγραφικά έως την Ευρώπη. Συγκεκριμένα εντοπίζεται στην Ιβηρική Χερσόνησο, Κύπρο και από Ελλάδα στην Σάμο όπου και αποτελεί προστατευόμενο είδος ως ευάλωτο υπό εξαφάνιση. Όπως όλα τα είδη χαμαιλέοντα χαρακτηρίζεται από την ικανότητά του να μεταβάλλει κατά μεγάλο εύρος τον χρωματισμό του ως «καμουφλάζ» βάσει του ευρισκόμενου περιβάλλοντος, ιδιότητα που αποτελεί σύμφωνα με την οικολογία μηχανισμό προσαρμογής τόσο για την άμυνά του από εχθρούς, όσο και για την επιτυχή θήρευση κατά την αναζήτηση τροφής. Ο μεσογειακός χαμαιλέοντας συμβάλει σημαντικά στην αειφόρα διατήρηση των χερσαίων οικοσυστημάτων του νησιού, καθώς αποτελεί σημαντικό ρυθμιστή πληθυσμού εντόμων τρεφόμενος εξ αυτών. Δεδομένου ότι τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους αποτελούν εδώ και πολλούς αιώνες απομονωμένους βιότοπους, η βιοποικιλότητα τους τίθεται υπό σοβαρό κίνδυνο. Συνεπώς, μία ενδεχόμενη καταστροφή από πυρκαγιά ή η αλόγιστη χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων μπορεί να αποβεί μοιραία για τον εναπομείναντα πληθυσμό μεσογειακού χαμαιλέοντα στον Ελλαδικό χώρο. Ως εκ τούτου διεξάγονται μεγάλες προσπάθειες για την διατήρηση του είδους στη Σάμο από το τοπικό Ινστιτούτο υδρόβιας διατήρησης “Αρχιπέλαγος”.
Chamaeleo chamaeleon Οικ. Chamaeleonidae κοιν. Αφρικανικός χαμαιλέοντας
Το έτερο είδος μεσογειακού χαμαιλέοντα το όποιο γεωγραφικά εντοπίζεται σε κάποιες περιοχές της Αφρικής (Μάλι έως Μαυριτανία και Σουδάν, βόρεια κοιλάδα του Νείλου) αλλά και στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στον νομό Μεσσηνίας. Συναντάται σε παράκτια θαμνώδη βλάστηση, καθώς και σε ψηλή, πυκνή μεσογειακή «μακία». Επίσης εμφανίζονται σε περιοχές με αρμυρίκια, καλαμιώνες, όπως και σε περιοχές με φρύγανα και καλλιέργειες (κυρίως ελαιώνες). Γεννά 10-45 αυγά. Τρέφεται κυρίως με Αρθρόποδα και ιδιαίτερα με Έντομα. Στην Ελλάδα ο αριθμός τους είναι πλέον πολύ μικρός κατά λίγες εκατοντάδες, συνεπώς καθίσταται ως σπάνιο και κρισίμως απειλούμενο ενδημικό είδος. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τον αφρικανικό χαμαιλέοντα πέραν την οποιαδήποτε απειλή του φυσικού του περιβάλλοντος αποτελεί η παράνομη καταδίωξή και συλλογή του ως κατοικίδιο. Επιπλέον κινδυνεύουν επίσης από τη μετακίνηση των εκδρομέων μέσω της διέλευσης των αυτοκινήτων τους στην παραλία εν αγνοία της συναίσθησης των περιοχών όπου κινούνται και φωλιάζουν οι Αφρικανικοί χαμαιλέοντες.
Mediodactylus sp. Οικ. Gekkonidae κοιν. Σαμιαμίδι
Χαρακτηριστικό είδος του συναντάται στην Μεσόγειο και κατ’ επέκταση στην Ελλάδα αποτελεί η μεσογειακή κυρτοδάκτυλη σαύρα Mediodactylus danilewskii γνωστή και ως «Κυρτοδάκτυλος της Κριμαίας». Συγκεκριμένα απαντάται στην ηπειρωτική Ελλάδα, Πελοπόννησο, Κρήτη και τις γύρω νησίδες, Εύβοια, νησιά του Ιονίου, Σποράδες, Κυκλάδες, νησιά του Σαρωνικού και γενικότερα στα περισσότερα νησιά του Αιγαίου. Τρέφεται με διάφορα έντομα (επιβλαβή ή μη αγροτικά ή/και οικιακά) και αρθρόποδα όπως μυρμήγκια, νυχτοπεταλούδες, ακρίδες, γρύλους, τριζόνια, κατσαρίδες, σκνίπες, κουνούπια, αράχνες αλλά και με σαλιγκάρια. Ως εκ τούτου θεωρείται ωφέλιμο ον για την ανθρώπινη κοινότητα.
Hemidactylus sp. Οικ. Gekkonidae κοιν. Μολυντήρι
Περιλαμβάνει 194 γνωστά είδη και συναντάται σε διάφορες τροπικές και υποτροπικές γεωγραφικές ζώνες και περιοχές όπως η Ελλάδα. Τα είδη του είναι τυπικά γνωστά ως οικιακά σαμιαμίδια εξαιτίας της ευχέρειας και ετοιμότητάς τους για προσαρμογή και συνύπαρξη με ανθρώπους καθώς συναντάται συχνά και με ευκολία σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους διαφόρων ανθρωπίνων κατοικιών. Παρόλο που τρέφονται με επιβλαβή έντομα και οικιακά παράσιτα όπως κατσαρίδες, μυρμήγκια, ακρίδες κ.α., ενίοτε λογίζονται ως ενοχλητικά σε οικιακούς χώρους αφενός λόγω των εκκρίσεων και αφετέρου των περιττωμάτων που αφήνουν σε ορισμένες επιφάνειες ρυπαίνοντάς τις. Εξού και το προσωνύμιο «μολυντήρι».
Tarentola mauritanica Οικ. Gekkonidae κοιν. Ταρέντολα
Γνωστό και ως το κοινό «επιτοίχιο σαμιαμίδι» του αστικού περιβάλλοντος που εγκαθίσταται κυρίως σε ερειπωμένα ή κατοικημένα σπίτια ιδίως των θερμότερων παράκτιων περιοχών. Είναι ιθαγενές της δυτικής Μεσογείου, Βόρειας Αφρικής και Ευρώπης. Στην Ελλάδα εντοπίζεται κυρίως στην Πελοπόννησο, Κρήτη αλλά και σε κάποια νησιά του Ιονίου προτιμώντας μικρά και μεσαία υψόμετρα. Αποτελεί νυκτόβιο είδος και κατά κύριο λόγο εντομοφάγο, συνεπώς δύναται να συνυπάρξει με τον άνθρωπο ως θηρευτής επιβλαβών εντόμων. Σαν ιδιαίτερη συνήθεια αναμένει υπομονετικά δίπλα σε πηγές φωτισμού και λαμπτήρες δρόμων που προσελκύουν ιπτάμενα έντομα και τα συλλαμβάνει με επιδεξιότητα. Το μέγεθός του φτάνει έως 15 cm συνολικού μήκους συμπεριλαμβανομένης και της ουράς. Γεννούν 2 αυγά δύο φορές ετησίως γύρω στον Απρίλιο και Ιούνιο. Εναλλακτικά ενδέχεται να εντοπιστεί και σε άλλα ενδιαιτήματα όπως βραχώδη τοπία, μέχρι και εντός κορμών δέντρων. Τέλος η εισαγωγή αυτού του είδους (από οποιοδήποτε αίτιο) σε διάφορα οικοσυστήματα ενδέχεται να επιφέρει κάποια αρνητική επίδραση στη φυσική πανίδα λόγω της δυνατότητας θήρευσης μικρότερων ερπετών ή βατράχων.
Algyroides moreoticus Οικ. Lacertidae κοιν. Σαύρα του Μοριά
Ενδημικό είδος της Ελλάδας όπου συναντάται κυρίως στην Πελοπόννησο και δευτερευόντως στα νησιά του Ιονίου Ζάκυνθο, Κεφαλονιά και Κέρκυρα, αλλά και στις Σποράδες. Εντοπίζονται σε ανοιχτά δάση, σε φράχτες και στα περιθώρια των γεωργικών εκτάσεων, όπου υπάρχει σκιά ή μερική σκιά. Το συγκεκριμένο είδος σαύρας φαίνεται να αρέσκεται σε υγρές περιοχές και να κρύβεται σε «καταφύγια εδάφους» που παρέχουν επικάλυψη όπως φρύγανα και απορρίμματα φύλλων. Αποτελεί μικρού μεγέθους σαύρα με τα αρσενικά να διακρίνονται ευκολότερα λόγω φωτεινότερου χρωματισμού (ποικίλοντας αναλόγως των γεωγραφικών περιοχών διαβίωσης) σε σχέση με τα δυσδιάκριτα θηλυκά καφετί χρώματος. Επιπλέον δύναται να συναντηθούν σε δάση ή κορμούς δέντρων αργά το απόγευμα, ενώ κατά τους θερμότερους θερινούς μήνες παρουσιάζουν μια τάση προς κρύψιμο αποφεύγοντας το ηλιακό φως. Διατροφικά αρέσκονται σε μικρά ασπόνδυλα. Τέλος γεννούν ελάχιστα αυγά ανά συστάδα και υπόκεινται ως είδος προς απειλή κυρίως λόγω απώλειας ενδιαιτήματος.
Algyroides nigropunctatus Οικ. Lacertidae κοιν. Σαύρα του Ιουνίου
Γνωστή και με το προσωνύμιο «σαύρα του κυανού λαιμού», από όπου και αναγνωρίζεται εύκολα στα αρσενικά από το έντονο φωτεινό μπλε χρώμα στον λαιμό κατά τη περίοδο ζευγαρώματος. Μορφολογικά έχει συνολικό μήκος μαζί με την ουρά έως 25 cm καθιστώντας σημαντικά το μεγαλύτερο από όλα τα υπόλοιπα είδη του γένους Algyroides. Σαν είδος ανεξαρτήτως γένους αναγνωρίζεται επιπλέον και από τις συνεχόμενες κεκλιμένες φολίδες σχήματος «V» στις πλευρές, ουρά και πλάτη και επίσης από τις σειρές των μαύρων κουκίδων στην ράχη του με τις τελευταίες να εκλείπουν κυρίως στα θηλυκά όντας εκτός αναπαραγωγικής περιόδου. Σαν είδος κατανέμεται στη περιοχές με θαμνώδη βλάστηση Μεσογειακού τύπου, βραχώδεις εκτάσεις, αρόσιμο έδαφος, βοσκότοπους, φυτείες, αγροτικούς κήπους και αστικές περιοχές. Στην Ελλάδα συναντάται σε νησιά του Ιονίου. Από οικολογική άποψη τρέφεται με έντομα, σκουλήκια και άλλα μικρότερα ασπόνδυλα. Όσον αφορά τη συμπεριφορά του αρέσκεται να αναρριχάται, τρομάζει με ευκολία και εξαιτίας του χαρακτηρισμού του ως προστατευόμενο είδος δεν κρατείται σε αιχμαλωσία ως κατοικίδιο. Τέλος τα θηλυκά γεννούν μόνο 2 έως 4 αυγά.
Anatololacerta anatolica Οικ. Lacertidae κοιν. Σαύρα της Ιωνίας
Συναντάται στην ευρύτερη περιοχή της Ιωνίας και στα παράκτια νησιά της Σάμου, Ικαρίας και Θύμαινας όπου τα ενδιαιτήματά του περιλαμβάνουν δάση ήπιου κλίματος και βραχώδεις εκτάσεις με υψόμετρα έως 1700 m με τυπικό περιβάλλον τις βραχώδεις προεξοχές, γκρεμούς, ογκόλιθους και ξερολιθιές. Είναι συχνά παρόντα και σε δασικές εκτάσεις, καθώς και κοντά σε ρέματα σε κατά τα άλλα άνυδρες τοποθεσίες. Το μέγεθός τους φτάνει σε μήκος περίπου 7,5 cm με την ουρά διπλάσια του σώματός του, το οποίο διαθέτει ευδιάκριτα σημάδια. Ο λαιμός τους εμφανίζεται και ως κοκκινωπός, αλλά τα υπόλοιπα κάτω μέρη είναι ωχρά και ενίοτε με μερικές σκοτεινές κηλίδες στα πλευρά. Οι δε σαύρες στην Ικαρία έχουν ιδιαιτέρως έντονα και με χρωματικές αντιθέσεις σημάδια. Τέλος εξαιτίας του μεγάλου και σταθερού του πληθυσμού όντας σε γενικές γραμμές πολυσύχναστο είδος σαύρας, δεν αποτελεί απειλούμενο είδος προς εξαφάνιση (χαρακτηρισμένο ως είδος ήσσονος ανησυχίας) και η μοναδική απειλή για την μείωση του πληθυσμού του είναι οι ανεξέλεγκτες πυρκαγιές.
Lacerta agilis Οικ. Lacertidae κοιν. Βουνόσαυρα
Γνωστή και ως «αμμόσαυρα» αποτελεί ένα κοινό και διαδεδομένο είδος του μεγαλύτερου τμήματος της Ευρώπης από τις ανατολικές ακτές της Βρετανίας έως την λίμνη Βαϊκάλη στην Ρωσία κατά μήκος της ηπείρου. Στην Ελλάδα εντοπίζεται στις περιοχές της Ηπείρου και της Θράκης. Ως «αμμόσαυρα» επιβιώνει κατοικώντας σε παράκτιους χερσότοπους, όπου η θερμοκρασία του εδάφους αυξάνεται μέσω της ηλιακής έκθεσης καθιστώντας τη κρίσιμης σημασίας πρακτική ιδίως σε ψυχρότερες γεωγραφικές περιοχές. Δύναται επίσης να εντοπιστεί και σε ξερικά ενδιαιτήματα όπως σε πέτρινες προεξοχές, αγρούς, λόφους, παραλίες, χερσότοπους, αμμόλοφους και βραχόκηπους. Επιπλέον χρησιμοποιεί και την ζεστή άμμο για να θερμο-ρυθμιστεί, να γεννήσει και να επωάσει τα αυγά της. Τα αρσενικά είναι γνωστά για τον έντονο χρωματισμό τους, καθίστανται ιδιαίτερα ανταγωνιστικά με έτερα αρσενικά για τη διεκδίκηση θηλυκών ή/και της περιοχής δράσης, ενώ τα θηλυκά εμφανίζουν εκλεκτικότητα στην επιλογή των αρσενικών προς σύζευξη και γεννούν τα αυγά τους (6 έως 15) ανά έτος συνήθως κατά μία μόνο συστάδα. Το συνολικό μήκος τους φτάνει έως 18,5 cm για τα θηλυκά και 19,3 cm για τα αρσενικά. Περνούν το μεγαλύτερο μέρος της ασχολίας τους αναζητώντας τροφή, λιάζοντας ή κάτω από φυτείες. Δύο ιδιαίτερες και αξιοσημείωτες ιδιότητές τους είναι αρχικά ο αυτό-ακρωτηριασμός (με τον όρο «αυτοτομία») της ουράς τους ως μηχανισμός άμυνας για διαφυγή από την σύλληψη εχθρού και μετέπειτα η ανάπλασή της προς συμπλήρωση της ακρωτηριασμένης σε ποσοστό έως 80% του αρχικού μήκους. Το προσδόκιμό τους συνήθως κυμαίνεται από 5 με 6 έτη, αλλά ενίοτε φτάνει έως και 10 έτη. Τέλος εξαιτίας της θήρευσής του από πολλούς εχθρούς (θηλαστικά, πτηνά, φίδια), προσβολής του από ζωοπαρασιτικά πρωτόζωα, νηματώδεις, ακάρεα, καθώς και της καταστροφής, υποβάθμισης, κατακερματισμού, έλλειψης ή ακατάλληλης διαχείρισης και κλιματικής αλλαγής του φυσικού τους βιοτόπου, ο πληθυσμός τους κινδυνεύει. Ως εκ τούτου υπόκεινται σε προγράμματα επιτυχούς προστασίας, διατήρησης και αναπαραγωγής υπό αιχμαλωσία από εθνικούς και δευτερεύοντες φορείς οι οποίοι παράλληλα μεριμνούν για εθνικά σχέδια δράσης, προστασία και διαχείριση βιοτόπων, προστασία και διαχείριση των ειδών, έρευνες διανομής, παρακολούθηση της κατάστασης για τον πληθυσμό και τη διατήρησή του, επιστημονική έρευνα και επίγνωση του κοινού.
Lacerta trilineata Οικ. Lacertidae κοιν. Τρανόσαυρα
Αποτελεί το πιο διαδεδομένο είδος σαύρας της οικογένειας Lacertidae στα Βαλκάνια. Λογίζεται η μεγαλύτερου μεγέθους σαύρα (συνολικό μήκος έως 50 cm) στον ελλαδικό χώρο όπου εξαπλώνεται στην ηπειρωτική Ελλάδα και στα περισσότερα νησιά όντας παράλληλα και η πιο εύρωστη. Τα αρσενικά χαρακτηρίζονται από λαμπερό πράσινο χρώμα στην πλάτη, ενώ τα θηλυκά είναι πιο ανοιχτόχρωμα και διαθέτουν πλευρικά (όπως και τα νεαρά σε ηλικία) 3 γραμμές ανοιχτής απόχρωσης, εξού και το όνομα «trilineata». Διαβιώνει σε ευρύτερη ποικιλία βιοτόπων, από πυκνά δάση φυλλοβόλων, ανοικτές εκτάσεις, πέτρινες πλαγιές ήπιας κλίσης, καλλιεργήσιμες εκτάσεις και κήπους από ακτή έως υψόμετρο 2000 m. Παρόλο που είναι εδαφόβιο είδος σαύρας κινείται με εξαιρετική ταχύτητα, αναρριχάται και κολυμπάει σε λίμνες, ποτάμια και ρυάκια. Η διατροφή του περιλαμβάνει κατά κύριο λόγο ασπόνδυλα, μικρά τρωκτικά και άλλες σαύρες μικρότερου μεγέθους. Δεν αποτελεί καμία απειλή για τον άνθρωπο και το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ως είδος είναι οι απώλειές τους από αυτοκίνητα κατά τη διέλευσή τους στο οδικό δίκτυο τη θερινή περίοδο του έτους.
Lacerta viridis Οικ. Lacertidae κοιν. Ευρωπαϊκή πράσινη σαύρα
Μοιάζει με την Τρανόσαυρα, ωστόσο γενετικές μελέτες τείνουν να καταλήξουν για διαχωρισμό των δύο ειδών. Μορφολογικά είναι μικρότερη από την Τρανόσαυρα (έως 40 cm συνολικό μήκος) με το αρσενικό να διαθέτει μεγαλύτερη κεφαλή με ομοιόμορφο πράσινο χρωματισμό σώματος με χαρακτηριστικές διάστικτες κηλίδες όντας εντονότερες στην πλάτη του. Ωστόσο το ενήλικο εμφανισιακά διακρίνεται ιδιαιτέρως από τον έντονα κυανό λαιμό του, ενώ στο θηλυκό σε μικρότερο βαθμό. Το θηλυκό είναι πιο λεπτό από το αρσενικό και διαθέτει πιο ομοιόμορφο χρωματισμό, εμφανίζοντας συχνά μεταξύ δύο και τεσσάρων φωτεινών ζωνών που συνορεύουν με μαύρες κηλίδες. Επιπλέον το θηλυκό γεννά από 6 έως 20 αυγά που εκκολάπτονται εντός διαστήματος 2 έως 4 μηνών. Σαν είδος ενίοτε αποκόπτει την ουρά του (αυτοτομία) για αποφυγή της αρπαγής από θηρευτή αναπλάθοντάς αργότερα. Στην Ελλάδα συναντάται στις ηπειρωτικές περιοχές, στην Εύβοια στα νησιά του βόρειου Αιγαίου (Σκιάθος, Σαμοθράκη, Σκύρος και Θάσος) και του Ιονίου (Παξοί και Κέρκυρα). Επιζητά την ηλιακή έκθεση σε βράχους ή χλοοτάπητες είτε την εύρεση καταφυγίου μεταξύ θάμνων. Υψομετρικά συναντάται έως 2.200 m από το επίπεδο της θάλασσας και ο τυπικός του βιότοπος περιλαμβάνει πυκνή θαμνώδη βλάστηση σε ανοικτές δασικές εκτάσεις, θαμνοστοιχίες, παρυφές αγρών, αναχώματα και αλσύλλια. Στο βόρειο τμήμα της περιοχής του ενδέχεται να εντοπιστεί σε θαμνώδεις χερσότοπους, ενώ στο νότιο αρέσκεται σε υγρές τοποθεσίες. Τρέφεται κυρίως με έντομα και άλλα μικρά ασπόνδυλα και ενίοτε με καρπούς, αυγά πτηνών, νεοσσούς, μικρά ερπετά, μέχρι και ποντικούς. Παρά τη θήρευσή του από πληθώρα εχθρών (άγριων και οικόσιτων θηλαστικών, αρπακτικών πτηνών και φιδιών) αλλά και την ενδεχόμενη προσβολή του από τη χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων σε κάποιες χώρες κατατάσσεται ως είδος ήσσονος ανησυχίας από κίνδυνο εξάλειψης, λόγω της προσαρμοστικότητάς του και δίχως να έχουν εντοπιστεί ουσιαστικές για το μεγαλύτερο μέρος της εμβέλειάς του.
Ophisops elegans Οικ. Lacertidae κοιν. Οφίσωψ
Γνωστή ως «οφιόφθαλμη» σαύρα (από όπου κι έλαβε το όνομα Οφίσωψ) που αποτελεί ενδημικό είδος στη περιοχή της Μεσογείου και Κεντρικής Ασίας με 9 αναγνωρισμένα υποείδη. Διαθέτει μετρίου μεγέθους κεφαλή και ελαφρώς πεπιεσμένη, ραχιαίες φολίδες μεταβλητού μεγέθους σε ίδιο ή μεγαλύτερο μέγεθος από τις πλευρικές και 30 έως 40 φολίδες γύρω από τη μέση του σώματος συμπεριλαμβανομένης και της κοιλίας. Τα πρόσθια πόδια του φτάνουν στο ύψος του αυτιού στο αρσενικό και έως του ώμου ή λίγο παραπάνω στο θηλυκό συνήθως με 9 έως 11 μηριαίους πόρους σε κάθε πλευρά. Η ουρά καθίσταται διπλάσια σε μήκος από όσο είναι ταυτόχρονα η κεφαλή και το σώμα. Σωματικά στο πάνω μέρος διαθέτουν λαδί ή χάλκινο χρώμα με μαύρες κηλίδες που συνήθως σχηματίζουν διαμήκεις σειρές και ενίοτε σχηματίζοντας ένα δίκτυο εμφανίζοντας συχνά μία ή δύο ήπιες διαμήκεις ραβδώσεις σε κάθε πλευρά, εκ των οποίων οι κατώτερες επιφάνειες είναι λευκές. Το συνολικό μήκος φτάνει έως 15 cm. Αρέσκονται σε βιότοπους λιβαδιών, θαμνωδών εκτάσεων και δασών σε υψόμετρο 400 έως 2000 m. Τέλος από αναπαραγωγική φυσιολογία αποτελεί ωοτόκο είδος.
Zootoca vivipara Οικ. Lacertidae κοιν. Κοινή σαύρα
Κοινό είδος σαυρών στην Ευρασία, το οποίο εντοπίζεται και στην Ελλάδα (στο δάσος του όρους Φρακτού Οροσειρά της Ροδόπης νομού Δράμας) όπου ο αντίστοιχος πληθυσμός αποτελεί και το νοτιότερο άκρο της συνολικής εξάπλωσης του είδους. Οφείλει το επιστημονικό όνομά της («ζωοτόκος» και «viviparous») στο χαρακτηριστικό ότι γεννά κατά κύριο λόγο νεογνά αν και ενίοτε γεννά και αυγά (ωοζωοτόκο είδος). Θεωρείται μικρή σαύρα από άποψη μεγέθους με το μέσο μήκος της να κυμαίνεται από 15-20 cm με την ουρά να είναι συνήθως μικρότερη του σώματος αλλά περιστασιακά φτάνει και σε διπλάσιο μήκος. Επιπλέον τα άκρα της είναι κοντά, η ουρά διαθέτει παχύ «εμβαδόν» διατομής σχεδόν μέχρι την άκρη της και οι φολίδες δημιουργούν μια τραχιά επιφάνεια σε όλο της το σώμα. Σε εμφάνιση παρόλο που οι κοινές σαύρες διαθέτουν γενικά κάποιους βασικούς χρωματισμούς, χαρακτηρίζονται με «χρωματική πολυμορφία», δηλαδή ο χρωματισμός τους ποικίλει σημαντικά μεταξύ γένους (ιδιαίτερα στα θηλυκά), ατόμων του είδους ή ηλικίας. Ένας τυπικός κοινός χρωματισμός και στα δύο φύλλα αποτελεί καφετί με σκούρα απόχρωση στις πλευρές και πιο ανοιχτή στη ράχη, όπου εκεί διαγράφεται κεντρικά και κατά μήκος μια σκουρόχρωμη γραμμή από το κεφάλι έως τη βάση της ουράς. Στα αρσενικά συναντώνται πιο έντονα χρώματα με μαύρα στίγματα και δύο φωτεινές λωρίδες πλευρικά κατά μήκος όλου του σώματος. Η κοιλία είναι κιτρινωπή προς πορτοκαλί με μαύρα στίγματα, αλλά ο λαιμός υπόλευκος. Τα ανήλικα συνήθως είναι πιο σκουρόχρωμα και σχεδόν μαύρη ουρά και επιβεβαιώνουν τον διμορφισμό από νεαρή ηλικία. Τα ενδιαιτήματά τους περιλαμβάνουν γενικά επίγειες τοποθεσίες όπως χερσότοπους, δασικές εκτάσεις και λιβάδια καθώς δραστηριοποιούνται κυρίως στο έδαφος αν και περιστασιακά επισκέπτονται και τοποθεσίες μεγαλύτερου υψομέτρου πχ. στα 1700 m σε περιοχή των συνόρων Ελλάδας – Βουλγαρίας. Επιπλέον η κοινή σαύρα «θερμορυθμίζεται» λιάζοντας στο ηλιακό φως κατά μεγάλο μέρος του χρόνου της, ενώ σε ψυχρότερες καιρικές συνθήκες (από Οκτώβριο έως Μάρτιο) αδρανοποιείται σε χειμερία νάρκη για να διατηρήσει τις κατάλληλες θερμοκρασίες σώματος. Αποτελεί ημερόβια και εδαφόβια σαύρα αλλά δύναται να αναρριχηθεί σε θάμνους και κορμούς. Σχετικά με την αναπαραγωγικής της ικανότητα τα θηλυκά γεννούν από 3-11 νεογνά. Το προσδόκιμό της είναι συνήθως 6 χρόνια (και ενίοτε 8). Είναι ακίνδυνο ερπετό για τον άνθρωπο χωρίς δηλητήριο και ως τυπική σαύρα προβαίνει σε αυτοτομία της ουράς της για μηχανισμό άμυνας με σκοπό την αποφυγή θήρευσης από εχθρούς, όπου η κομμένη ουρά κινείται σπασμωδικά και αποσπάει τη προσοχή τους από τη σαύρα με ενδεχόμενο απόδρασής της. Η διατροφή της περιλαμβάνει ασπόνδυλα όπως σκώληκες, έντομα, αράχνες, σαλιγκάρια κ.α αλλά σε κατάλληλο μέγεθος που μπορεί να καταναλώσει. Δεν αντιμετωπίζει ιδιαίτερα ζητήματα απειλής για τη διατήρησή του ως είδος, αν και η πυρκαγιά των βιοτόπων της αποτελεί πάντοτε έναν δυνητικό παράγοντα πίεσης. Τέλος σύμφωνα με το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (2023) κατατάσσεται ως Κινδυνεύον είδος ενδεχομένως λόγω μικρού πληθυσμού και έκτασης εξάπλωσης στον ελλαδικό χώρο.
Podarcis sp. Οικ. Lacertidae κοιν. Ποδάρκης
Γένος σαυρών με την ευρεία κοινή ονομασία ως «επιτοίχιες σαύρες». Αποτελούν ιθαγενή σε Ευρώπη, Βόρεια Αφρική εκ των οποίων η γεωγραφική εξάπλωση περιορίζεται στη περιοχή της Μεσογείου. Το γένος περιλαμβάνει 27 είδη εκ των οποίων εμφανίζονται στην Ελλάδα ως αποκλειστικά ιθαγενή της περιοχής εντοπισμού τους.
Χαρακτηριστικό είδος θεωρείται η ενδημική σαύρα τοίχου της Σκύρου και Πιπερίου Αλοννήσου στο αρχιπέλαγος των Σποράδων P. gaigeae με έκαστα υποείδη για κάθε νησί αντιστοίχως. Το συνολικό της μέγεθος φτάνει έως 18,5 cm μαζί με την ουρά με τα αρσενικά να είναι πιο μεγαλόσωμα από τα θηλυκά. Ωστόσο επιδεικνύει και μεγέθη έντονου γιγαντισμού στο σύμπλεγμα νησιών γύρω από τη Σκύρο προφανώς λόγω ιδανικών συνθηκών ανάπτυξης και περιορισμού παραγόντων μείωσης του πληθυσμού τους. Ως προς την εμφάνιση η σαύρα τοίχου της Σκύρου παρουσιάζει αρχικά μια πολυμορφία χρώματος λαιμού με έξι διαφορετικές μορφές χρώματος (αναλόγως του νησιού διαβίωσης) που εκφράζονται τόσο σε θηλυκά όσο και σε αρσενικά. Διαθέτει καλοσχηματισμένο λαιμό με λείο κολάρο. Ο χρωματισμός παρουσιάζει μια σχετική μεταβλητότητα στο σώμα της. Συγκεκριμένα η ράχη εμφανίζει φωτεινό πράσινο χρώμα με πολλά σκούρα σημάδια που συχνά σχηματίζουν γραμμικά σχέδια. Η περιοχή της κοιλιάς είναι γκριζωπή ή υπόλευκη, ενώ τα πλευρά είναι καστανά προς λαδί με μικρά μαύρα στίγματα. Οι διάστικτες πλευρές έχουν συχνά ένα μόνο μπλε σημείο πάνω από τον ώμο. Τα θηλυκά έχουν πιο ομοιογενή χρωματισμό από τα αρσενικά. Επιπλέον κατά την περίοδο αναπαραγωγής τα αρσενικά εμφανίζουν στην περιοχή της κοιλιάς έντονο πορτοκαλί χρώμα. Ο βιότοπός της περιλαμβάνει φρύγανα, χαμηλές μακίες, ανοικτές και πετρώδεις εκτάσεις, ήπιες πλαγιές μέτριας βλάστησης και αμμοθίνες. Επίσης αρέσκεται σε περιοχές χαμηλού υψομέτρου, αποτελεί εξολοκλήρου ημερόβιο είδος και παραμένει ενεργή όλο το έτος. Η περίοδος αναπαραγωγής διαρκεί από τις αρχές Μαρτίου έως τα μέσα Αυγούστου, με τα θηλυκά να γεννούν 1-5 αυγά μία με δύο φορές ετησίως. Τρέφεται αποκλειστικά με χερσαία ασπόνδυλα και κατά κύριο λόγο με έντομα. Ωστόσο έχουν αναφερθεί και περιπτώσεις κανιβαλισμού. Τέλος παρόλο που δεν υφίσταται συγκεκριμένη και προφανής απειλή για μείωση του πληθυσμού της πέραν του κινδύνου πιθανής πυρκαγιάς, το ενδεχόμενο εισαγωγής κάποιων ξενικών θηρευτικών ειδών στον βιότοπό τους μπορούσε να απειλήσει την επιβίωση της σαύρας της Σκύρου, συνεπώς το είδος χαρακτηρίζεται ως Σχεδόν Κινδυνεύον σύμφωνα με το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (2009).
Άλλα είδη επιτοίχιας σαύρας που απαντώνται ενδημικά σε άλλες περιοχές της Ελλάδας είναι τα P. cretensis στην Κρήτη, P. ionicus στην περιοχή του Ιονίου, η μικρή σαύρα της Μύλου P. milensis, η σαύρα της Πελοποννήσου P. peloponnesiacus, η σαύρα των Βαλκανίων P. tauricus με εμφάνιση στην ηπειρωτική Ελλάδα αλλά και σε νησιά του Ιονίου και Θάσο, ακόμα και η σαύρα του Αιγαίου P. erhardii η οποία εντός Ελλαδικού χώρου συναντάται στα νησιά του Αιγαίου.
Ablepharus kitaibelii Οικ. Scincidae κοιν. Αβλέφαρος
Αποτελεί ενδημικό είδος της Ανατολικής Ευρώπης και Νοτιοδυτικής Ασίας. Στην Ελλάδα είναι ενδημικό τόσο της ηπειρωτικής περιοχής όσο και του Αιγαίου. Το όνομα Αβλέφαρος προκύπτει από την απουσία βλεφάρων, όπου εναλλακτικά διαθέτει διάφανο προστατευτικό δέρμα. Θεωρείται μικρού μεγέθους σαύρα με το συνολικό της μήκος να φτάνει έως 15 cm μαζί με ουρά η οποία υπολογίζεται περίπου ως 1,5 φορές μακρύτερη σε σχέση με το σώμα της. Το δέρμα της είναι χάλκινου χρωματισμού με μαύρες πλευρές. Είναι ένα ντροπαλό ερπετό που συνήθως κρύβεται κάτω από πεσμένα φύλλα, ξύλα, πέτρες και μέσα σε χαμηλή βλάστηση και ιδιαίτερα σε ξερικές τοποθεσίες όπως νότιες πλαγιές, χωράφια και λιβάδια. Παρόλο που διαθέτει πόδια, όντας ατροφικά τα χρησιμοποιεί σπανίως και επιλέγει τον κυματοειδή τρόπο κίνησης όπως τα φίδια. Ως εκ τούτου είναι τυπικός κάτοικος εδάφους και δεν αρέσκεται σε αναρρίχηση. Είναι ημερόβια σαύρα μεν ωστόσο αποφεύγει τις υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού και για το λόγο αυτό ενδέχεται να παρατηρηθεί τη θερινή περίοδο και στο λυκόφως. Η διατροφή του περιλαμβάνει τη θήρευση εντόμων και μικρών σαλιγκαριών. Τέλος ζευγαρώνει την Άνοιξη με τα θηλυκά να γεννούν 2-4 αυγά.
Heremites auratus Οικ. Scincidae
Εξαπλώνεται στο ανατολικό, κεντρικό και νότιο τμήμα της Μικράς Ασίας και φτάνει μέχρι τη Συρία. Στην Ελλάδα συναντάται μόνο στα νησιά Σάμο, Κω, Σύμη, Ρόδο και Καστελόριζο. Λογίζεται ως εύρωστο είδος της οικογένειας Scincidae με σχετικά μεγάλα άκρα και συνολικού μήκους έως 18 cm μαζί με την ουρά, η οποία είναι περίπου ίσου μήκους με το σώμα. Διαθέτει χρυσαφί χρωματισμό ράχης με δύο παράλληλες σειρές εγκάρσιων μαύρων μπαρών εκτεινόμενων κατά μήκος του κεφαλιού έως την ουρά και πλευρές περίπου μαύρης απόχρωσης με εγκάρσιες και κατακόρυφες σειρές άσπρων στιγμάτων. Το δέρμα είναι γυαλιστερό και αν ληφθεί υπόψη και το χρυσαφί χρώμα της ράχης, δίνεται η εντύπωση για χρυσή και μεταλλική όψη εμφανισιακά. Αντιθέτως ο λαιμός και η κοιλιά έχουν υπόλευκο χρώμα. Επιπλέον παρά την έντονη αυτή λάμψη του σώματος που παραπέμπει σε δηλητηριώδες και κατ’ επέκταση «επικίνδυνο» είδος, αντιθέτως δεν διαθέτει μηχανισμούς έκκρισης δηλητηρίου συνεπώς δεν αποτελεί καμία απειλή για τον άνθρωπο. Ως σαύρα αποτελεί ημερόβιο και συνήθως εδαφόβιο είδος, αν και συχνά σκαρφαλώνει σε χαμηλές ξερολιθιές και θάμνους. Αρέσκεται σε κρυπτικό τρόπο διαβίωσης καθώς επιλέγει ενδιαιτήματα πιο ξερικού κλίματος με πέτρες και χαμηλή βλάστηση. Συνηθίζει τα λιάζεται τις πρωινές ώρες ή το απόγευμα δίπλα στις κρυψώνες της, όπου και διακρίνεται ευκολότερα. Άξιο αναφοράς αποτελεί η ιδιότητα αναπαραγωγής του ως ζωοτόκο είδος σαύρας με τα θηλυκά να γεννούν 3-8 μικρά στα μέσα του Καλοκαιριού. Τέλος, μολονότι η χρυσόσαυρα σύμφωνα με το κόκκινο βιβλίο των απειλούμενων ζώων της Ελλάδας χαρακτηρίζεται ως Μειωμένου Ενδιαφέροντος είδος, δεν είναι καταγεγραμμένη η πληθυσμιακή της κατάσταση στα ελληνικά νησιά.
Ophiomorus kardesi Οικ. Scincidae κοιν. Ανατολικός οφιόμορος
Ενδημικό είδος της Ευρώπης και κατ’ επέκταση της Ελλάδας όπου απαντάται σε όλη την Πελοπόννησο, στη νησίδα Δοκό του Αργοσαρωνικού, Ελαφόνησο και στα Κύθηρα, ενώ έχει εντοπιστεί και στην ανατολική Αττική κοντά στην Περαχώρα. Επιπλέον υφίσταται μεν και πληθυσμός στο Καστελόριζο, ωστόσο ανήκει στο πρόσφατα περιεγραμμένο είδος O. Kardesi προερχόμενο από τη νοτιοδυτική Τουρκία, το οποίο αναλύεται παρακάτω. Αποτελεί μικρή, λεπτή και άποδη σαύρα που μοιάζει με φίδι, χαρακτηριστικό στο οποίο οφείλει το όνομά της. Το μήκος του σώματος ποικίλει από 5,3 – 7,7 cm και η ουρά είναι περίπου 11 cm (συνολικό μήκος περίπου 18 cm). Το σώμα και η κεφαλή δεν ξεχωρίζουν μεταξύ τους και ως τυπική σαύρα χαρακτηρίζεται από κινούμενα βλέφαρα και ορατό ακουστικό πόρο (εν αντιθέσει με τα φίδια). Το βασικό χρώμα του σώματος είναι το φωτεινό καστανό ανοιχτής απόχρωσης, ωστόσο στη ράχη της έχει εντονότερους χρωματισμούς. Επιπλέον εμφανίζονται συχνά και παράλληλες σειρές σκούρων στιγμάτων αυξανόμενου μεγέθους στο πίσω μέρος του σώματος, οι οποίες ενώνονται δημιουργώντας παράλληλες σκούρες γραμμές. Οι βιότοποί της περιλαμβάνουν περιοχές χαμηλής βλάστησης και γρασίδι πετρώδους υποστρώματος με υψόμετρο έως 600 m. Ο κρυπτικός τρόπος διαβίωσης συνάδει με κρύψιμο κάτω από πέτρες, στρώσεις πεσμένων φύλλων, θαψίματος εντός μαλακού εδάφους και στοών τρωκτικών, επομένως σπανίως εκτίθεται σε ανοιχτά μέρη. Επιπλέον επιλέγει να κατευθύνεται βαθύτερα στο έδαφος επιδιώκοντας την αποφυγή των υψηλών θερμοκρασιών το Καλοκαίρι. Αποτελεί γρήγορο και ευκίνητο είδος σαύρας που διαφεύγει με ευκολία μόλις απειληθεί. Η διατροφή του περιλαμβάνει κυρίως ασπόνδυλα όπως έντομα και αραχνοειδή (αράχνες, σκορπιούς κ.α.) αλλά και μικρά σαλιγκάρια. Δεν διαθέτει δηλητήριο και είναι ωοτόκο είδος με τα θηλυκά να γεννούν 2-5 αυγά. Τέλος παρά τη θέασή της σε προστατευμένους οικότοπους, λόγω των ανεπαρκών δεδομένων για την πληθυσμιακή της κατάσταση στους βιότοπούς της χαρακτηρίζεται ως είδος «Μειωμένου Ενδιαφέροντος» σύμφωνα με το «Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας» (2023), διότι όντας κρυπτικό και σπάνια παρατηρούμενο δεν είναι επαρκώς γνωστοί οι απειλητικοί παράγοντες για την επιβίωση και διατήρησή του.
Ophiomorus punctatissimus Οικ. Scincidae κοιν. Οφιόμορος
Είδος που ταξινομήθηκε προσφάτως συνεπώς δεν υπάρχουν πολλά δεδομένα για τη βιολογία του. Συγχέεται συχνά με φίδι λόγω παρόμοιας εμφάνισης, όμως πρόκειται για άποδη σαύρα και μοιάζει ιδιαίτερα με το συγγενικό είδος οφιόμορου O. Punctatissimus, ωστόσο ξεχωρίζει ελαφρώς από το σκουρότερο χρώμα των πλευρών του, αλλά το σημαντικότερο είναι η διαφοροποίηση και ένταξή του ως διαφορετικό είδος βάσει μοριακών αναλύσεων. Κι αυτό με τη σειρά του υιοθετεί ακολουθεί έναν κρυπτικό τρόπο διαβίωσης περνώντας το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του κάτω από πέτρες, φύλλα και μαλακό χώμα, ή μέσα σε μικρές στοές κάτω από το έδαφος. Επιπλέον για να αποφύγει τις υψηλές θερμοκρασίες της θερινής περιόδου κατευθύνεται βαθύτερα μέσα στο έδαφος. Η διατροφή του περιλαμβάνει μικρά Ασπόνδυλα. Αν και η εξάπλωσή του περιορίζεται σε μια μικρή περιοχή στις ακτές της Λυκίας, στην Ελλάδα εντοπίζεται στο Καστελόριζο και ίσως στις όμορες νησίδες Στρογγύλη και Ρω. Τέλος λόγω ελλιπούς αξιολόγησης τόσο του πληθυσμού όσο και της κατάστασης διατήρησης του είδους ο Ανατολικός οφιόμορος δεν έχει ενταχθεί προς το παρόν στην λίστα των απειλούμενων ειδών της Ελλάδας.
Chalcides ocellatus Οικ. Scincidae κοιν. Λιακόνι
Είναι ένα γενικευμένο είδος που συναντάται κυρίως στην περιοχή της Μεσογείου όπως Μάλτα, Νότιο Ιταλία, Βόρεια Αφρική, Λίβανο, αλλά και στον Ελλαδικό χώρο όπως Στερεά Ελλάδα, Βορειοανατολική Πελοπόννησο, καθώς και σε αρκετά νησιά (Εύβοια, Κάρπαθο, Κέα, Κρήτη, Κω, Ρόδο και Χίο). Το ενήλικο κυμαίνεται σε συνολικό μήκος από 15-30 cm και βάρος από 22-39 gr. Διαθέτει μικρή κεφαλή, κυλινδρικό σώμα και 5 δάκτυλα σε κάθε άκρο. Είναι εξαιρετικά ευκίνητες σαύρες που εντοπίζονται συχνά σε άγονες περιοχές, αλλά γενικότερα συναντάται σε ευρύτερη ποικιλία ενδιαιτημάτων από γεωργικές εκτάσεις έως ερήμους με χαλίκια. Εμφανισιακά γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτό από τα χαρακτηριστικά εναλλασσόμενα άσπρα και μαύρα στίγματα σε όλο του το σώμα αλλά και την μεγάλη ποικιλία μοτίβων χρωματισμού, με αποτέλεσμα να δίνεται το εσφαλμένο συμπέρασμα ότι πρόκειται για δηλητηριώδες φίδι, ενώ αντιθέτως είναι απολύτως ακίνδυνο για τον άνθρωπο χωρίς δηλητήριο και τοξικότητα. Αποτελεί ζωοτόκο είδος με τα θηλυκά να γεννούν 2-6 νεαρά. Παρά την ευκινησία του, πιθανότατα υστερεί κατάλληλης σωματοδομής για ταχύτατη κίνηση με αποτέλεσμα η τακτική αποφυγής από τους θηρευτές του να περιορίζεται σε καταφυγή κάτω από πυκνή βλάστηση. Επιπλέον μολονότι διαθέτει λείες φολίδες όντας ικανό για «κολύμβηση» επί της άμμου ή του μαλακού εδάφους, τα άκρα του δεν είναι κατάλληλα προσαρμοσμένα για κίνηση μέσω σκαψίματος. Από διατροφικές συνήθειες αποτελεί κυρίως εντομοφάγο είδος με ευρεία ποικιλία όπως ακρίδες, γρύλους, μυρμήγκια, σκαθάρια αλλά και προνύμφες, ενώ επίσης τρέφεται και με άλλα ασπόνδυλα όπως πολύποδα, ισόποδα, αράχνες, μέχρι και περιστασιακά με μικρά ερπετά έως και τα νεογνά τους. Τέλος επειδή περιθάλπονται ως κατοικίδια σε συνθήκες αιχμαλωσίας εκτός από τη θρέψη τους θηρεύοντας έντομα, σιτίζονται περιστασιακά ακόμα και με μικρή ποσότητα φυτικής ύλης όπως πράσινα φυλλώδη λαχανικά, άνθη και φρούτα, έως και με υγρής μορφής εμπορικές ζωοτροφές κατοικίδιων ζώων.
Pseudopus apodus Οικ. Anguidae κοιν. Φιδόσαυρα ή τυφλίτης
Ένα ακόμα είδος άποδης σαύρας που συγχέεται με φίδι λόγω φαινομενικής ομοιότητας και μεγάλου μεγέθους. Εξάλλου από την ορολογία του επιστημονικού ονόματός της «ψευδόπους» και «άποδος» προκύπτει το συμπέρασμα ότι πρόκειται για είδος ζώου που στερείται ή διαθέτει υποτυπώδη πόδια. Ωστόσο δεν αποτελεί φίδι καθώς εν αντιθέσει με αυτά, διαθέτει βλέφαρα και ακουστικά ανοίγματα. Το συνολικό του μήκος φτάνει έως 135 cm, ο χρωματισμός είναι καφετί με πιο ήπια απόχρωση στη κοιλιακή επιφάνεια και τη κεφαλή διαθέτοντας και μια γενικότερη εμφάνιση με δακτυλίους ανά τμήματα που θυμίζει μεγάλο γαιοσκώληκα με μια χαρακτηριστική πτυχή κάτω από κάθε πλευρά με τον όρο «πλευρική αύλακα». Επιπλέον εμφανισιακά ομοιάζει με τη σαύρα κονάκι του γένους Anguis sp. (όπου αναλύεται παρακάτω) ωστόσο διακρίνεται χαρακτηριστικά μέσω της ραχιαίας αύλακας που ξεκινά από το ακουστικό άνοιγμα και καταλήγει μέχρι το γενετικό του άνοιγμα («κλοάκη»). Σε αυτό το σημείο εκφύονται πολύ μικρά οπίσθια πόδια μόλις 2 mm όντας εξαιρετικά δυσδιάκριτα. Πέραν όμως των βλεφάρων και του ακουστικού ανοίγματος ο τυφλίτης διακρίνεται επίσης από τα φίδια λόγω των κοιλιακών φολίδων. Στην Ελλάδα κατανέμεται στην ηπειρωτική περιοχή, Πελοπόννησο, Εύβοια, Ιόνιο (Κέρκυρα, Ζάκυνθο, Κεφαλονιά, Λευκάδα), αλλά και σε διάφορα νησιά του Αιγαίου όπως Σκιάθο, Θάσο, Κω, Ρόδο, Ικαρία, Σάμο, Λέσβο, Λήμνο και Άγιο Ευστράτιο. Διαβιώνει σε ανοιχτές εκτάσεις όπως χαμηλή βλάστηση ή αραιά δασώδεις λόφους προτιμώντας γενικά ξερικά ενδιαιτήματα. Εμφανίζει έντονη δραστηριότητα, είναι ημερόβια και ενεργή όλο το χρόνο δίχως υποβολής της σε χειμέρια νάρκη. Επιπλέον αποτελεί εδαφόβια σαύρα που κρύβεται ανάμεσα σε πέτρες και βυθίζεται στο μαλακό έδαφος, ενώ τα νεαρά άτομα διαθέτουν και αναρριχητικές ικανότητες. Καταναλώνει ασπόνδυλα όπως έντομα (πχ. κολεόπτερα), αράχνες, μυριάποδα με εξαιρετική αρέσκεια στα σαλιγκάρια αξιοποιώντας τις πανίσχυρες γνάθους τους και εξηγώντας παράλληλα την έντονη δραστηριότητά του σε υγρό καιρό παρά τη προτίμηση ξερικού βιοτόπου. Επιπλέον τρέφεται και με μικρά τρωκτικά και σαύρες. Λόγω μεγέθους της ανταποκρίνεται ως αμυντική συμπεριφορά κατά τη παρενόχληση μέσω σφυρίγματος, δαγκώματος και απόπειρας για μη περαιτέρω παρατήρησής της. Πολύ σπάνια καταλήγει στην αυτοτομία της ουράς της, ωστόσο σε αυτή τη περίπτωση δύναται να αναπλαστεί και να μεγαλώσει αλλά συνήθως σε κοντύτερο μέγεθος και πιο σκουρόχρωμης απόχρωσης. Είναι ωοτόκο είδος με τα θηλυκά να γεννούν περίπου 8 αυγά, τα οποία κρύβουν κάτω από πέτρα ή κορμό δέντρων φυλάσσοντάς τα. Τέλος παρόλο που κατατάσσεται στα Ελάχιστης Ανησυχίας ως απειλούμενο είδος από τη Διεθνή Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN), η εμφάνισή του ως φίδι είναι καταδικαστική για τον τυφλίτη, καθώς καταδιώκεται και θανατώνεται από τον άνθρωπο σε κάθε ευκαιρία ή τυχαία συνάντηση, χωρίς ωστόσο να αποτελεί στη πραγματικότητα επιβλαβές ή επικίνδυνο ον για τον άνθρωπο.
Anguis sp. Οικ. Anguidae κοιν. Κονάκι
Γένος από άποδες σαύρες που ομοιάζουν με φίδια λόγω απουσίας άκρων, ωστόσο ως τυπικές σαύρες διαθέτουν ακουστικά ανοίγματα και βλέφαρα, η γλώσσα τους είναι οδοντωτή στο κέντρο (αντί για διχαλωτή σχήματος πιρουνιού όπως των φιδιών) και δεν διαθέτουν άνοιγμα στην άνω γνάθο όπως τα φίδια. Αποκαλούνται και «αργοσκώληκες» και το γένος περιλαμβάνει 5 εναπομείναντα διασωθέντα είδη, εκ των οποίων τα A. graeca και A. cephalonnica και A. Fragilis απαντώνται και στον Ελλαδικό χώρο. Οι τυπικοί αργοσκώληκες διαθέτουν γκρι προς καφέ χρωματισμό με τα θηλυκά να χαρακτηρίζονται από μια χάλκινη γυαλάδα και δύο πλευρικές μαύρες λωρίδες και τα αρσενικά εμφανίζουν κυανές «ηλεκτρίκ» κηλίδες, ιδιαίτερα κατά την περίοδο αναπαραγωγής. Είναι ζωοτόκο είδος και γεννούν μικρά, τα οποία έχουν μήκος περίπου 4 cm κατά τη γέννηση διαθέτοντας γενικά και χρυσές ρίγες. Το προσωνύμιο τους σχετίζεται με την αργή κίνησή τους καθώς μπορούν εύκολα να αιχμαλωτιστούν από εχθρούς (πτηνά, θηλαστικά και οικιακά ζώα). Σε αυτή τη περίπτωση μέσω αυτοτομίας κόβουν την ουρά τους για αποπροσανατολισμό και απόδραση από τους θηρευτές τους. Η ουρά αναπλάθεται αργότερα αλλά όχι σε πλήρες μήκος. Σαν μέγεθος κάποια ενήλικα είδη δύναται να φτάσουν έως 45 cm μήκος και 100 gr βάρος με τα θηλυκά ελαφρώς μεγαλύτερα. Η ουρά αποτελεί περίπου το μισό σε σχέση με το συνολικό μήκος αλλά δεν ξεχωρίζει οπτικά από το υπόλοιπο σώμα. Το κονάκι διαβιώνει σε οποιοδήποτε βιότοπο που είναι ζεστός και προστατευμένος όπως δασικές εκτάσεις, λιβάδια και χερσότοποι. Επιπλέον εντοπίζονται συχνά και σε κήπους μέσα σε σωρούς κομποστοποίησης. Διαδίδονται μεν στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης και σε μέρη της Ασίας, αλλά περιορίζονται σε εύκρατα και υγρά ενδιαιτήματα. Επιπροσθέτως υπόκεινται σε χειμερία νάρκη από τον Οκτώβριο έως τον Φεβρουάριο – Μάρτιο, τόσο συλλογικά όσο και μοναχικά και ενίοτε μοιράζονται τοποθεσίες χειμέριας νάρκης με άλλα ερπετά. Από διατροφικές συνήθειες αξιοποιώντας τα αυλακωτά τους δόντια αρπάζουν και καταπίνουν μαλακά ασπόνδυλα όπως άτριχες προνύμφες και άλλα έντομα, αραχνοειδή, γαιοσκώληκες μέχρι και σαλιγκάρια όντας σε πολύ νεαρή ηλικία που θραύεται εύκολα το κέλυφός τους. Τέλος χαρακτηρίζεται ως είδος Μειωμένου Ενδιαφέροντος από το Κόκκινο Βιβλίο Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (2009).
Blanus strauchi Οικ. Amphisbaenidae κοιν. Αμφίσβαινα
Αποτελεί το μοναδικό εκ των τριών που ανήκουν στην υποτάξη Αμφισβαίνια το οποίο συναντάται στην Ελλάδα και συγκεκριμένα σε ορισμένα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου όπως Σάμο, Φούρνοι, Λέρο, Κάλυμνο, Κω, Σύμη, Ρόδο και Καστελόριζο. Όπως όλα τα αμφισβαίνια, είναι προσαρμοσμένο στην υπόγεια διαβίωση και ως «φιδόμορφο» ερπετό διατηρεί χαρακτηριστικά τόσο φιδιού όσο και σαύρας μη διαθέτοντας άκρα με ατροφικά μάτια και καλυμμένα με δέρμα. Το συνολικό του μήκος φτάνει συνήθως έως 20 cm με την ουρά να καταλαμβάνει ένα μικρό τμήμα δίχως πλευρικές αυλακώσεις. Γενικά παρομοιάζει με σκώληκα διαθέτοντας κοκκινωπό, ροζ, μωβ ή καφετί χρώμα (αναλόγως είδους ή/και ηλικίας) σε όλο το σώμα καλυπτόμενο με τετραγωνισμένες φολίδες σε διάταξη εγκάρσιων δακτυλίων όπως τα μεταμερή σε σκώληκες και κάθε αυλάκωση διατρέχει σε κάθε πλευρά από τον λαιμό έως τη βάση της ουράς. Εντοπίζεται σε βιοτόπους μαλακού υποστρώματος και πετρών, χαμηλής ποώδους βλάστησης και σε περιοχές φρυγανικών εκτάσεων, μακία, λιβαδιών, αλσών, ανοιχτών δασών, κήπους, περιβόλια και ελαιώνες έως 1400 m υψόμετρο από το επίπεδο της θάλασσας. Ζει υπογείως και σπάνια γίνεται αντιληπτό στην επιφάνεια ιδιαίτερα τη νύχτα. Εκμεταλλεύεται το μαλακό έδαφος και την άμμο ανοίγοντας οπές ή χρησιμοποιεί τις έτοιμες από φωλιές ασπόνδυλων. Επιπλέον αξιοποιεί τη θερμότητα των εκτιθέμενων στον ήλιο πετρών και δύναται να κρυφτεί εύκολα κάτω από αυτές. Επίσης τη θερινή περίοδο κατευθύνεται βαθύτερα στο έδαφος προς αποφυγή των υψηλών θερμοκρασιών και ξηρασίας. Ο μηχανισμός άμυνάς του από εχθρούς είναι το δάγκωμα μεν αλλά με ανεπαίσθητη ένταση ως προς τον άνθρωπο δε, συνεπώς δεν πρέπει καθόλου να λογίζεται ως «επικίνδυνο» για τον άνθρωπο. Επιπροσθέτως η ικανότητά του να κινείται και προς τις δύο κατευθύνσεις το καθιστά ιδιαίτερα ευέλικτο. Είναι ωοτόκο είδος, δραστήριο σε όλη τη διάρκεια του έτους με τα θηλυκά να γεννούν 1-3 αυγά σε μαλακό χώμα. Η διατροφή του περιλαμβάνει από ενήλικα έως και προνύμφες ή νύμφες μικρών ασπόνδυλων. Σχετικά με την διατήρηση του ως είδος κατατάσσεται ως Χαμηλού Κινδύνου στο Κόκκινο Βιβλίο Απειλούμενων Ειδών της Ελλάδας (2023) με τους κυριότερους παράγοντες απειλής να συνδέονται με υποβάθμιση των βιοτόπων τους λόγω ανθρώπινης δραστηριότητας (βιομηχανικής, τουριστικής, οικιστικής, αγροτικής, κτηνοτροφικής), πυρκαγιάς, ρύπανσης, θήρευσης από θηλαστικά ακόμα και εσκεμμένης θανάτωσης.